- θρονικός
- -ή, -ό [θρόνος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρόνο2. φρ. (στην Κύπρο) «θρονικές επιτροπείες» — οι επιτροπείες που διοικούν και διαχειρίζονται την περιουσία τών αρχιερατικών θρόνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.